- ασυλλάβιστος
- η , ο [ος , ον ] не членимый на слоги (о чтении)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασυλλάβιστος — η, ο (για λέξεις ή φράσεις) αυτός που δεν διαβάστηκε ή που δεν μπορεί να διαβαστεί κατά συλλαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συλλαβίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Νεόφυτο Δούκα] … Dictionary of Greek
ασυλλάβιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε χωρίστηκε στις συλλαβές του, δε συλλαβίστηκε (αντίθ. συλλαβιστός): Αγωνιζόταν να διαβάσει ασυλλάβιστα, αλλά δεν το κατάφερνε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)